χαριτοποιώ

χαριτοποιώ
-έω, Α
προσδίδω σε κάποιον χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ποιῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χαριτώνω — χαριτῶ, όω, Ν ΜΑ [χάρις, ιτος] (το θηλ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) η κεχαριτωμένη (ως προσωνυμία τής Θεοτόκου) αυτή που είναι γεμάτη από θεία χάρη («χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία», ΚΔ) νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χαριτωμένος, η, ο α) αυτός που είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”